Εταιρικοί μετασχηματισμοί 2019

Τιμή:55.00EUR
Προσθήκη στο καλάθι
Ημερομηνία κυκλοφορίας 16/10/2019

Δομή νόμου:

Ο ν. 4601/2019 αποτελείται από εκατόν σαράντα εφτά (147) άρθρα, χωρισμένα σε πέντε (5) μέρη, ένα για καθεμία από τις βασικές μορφές μετασχηματισμών, πλέον το εισαγωγικό μέρος και το μέρος με τις τελικές και μεταβατικές διατάξεις.

Κάθε μέρος του νόμου αναφέρεται σε μία μορφή μετασχηματισμού (συγχώνευση, διάσπαση ή μετατροπή) και χωρίζεται σε Κεφάλαια, εκ των οποίων το πρώτο είναι το γενικό, που αφορά τον οικείο μετασχηματισμό ανεξάρτητα από τις εταιρικές μορφές που συμμετέχουν σε αυτόν, ενώ τα υπόλοιπα κεφάλαια συγκροτούν το ειδικό μέρος της αντίστοιχης κατηγορίας μετασχηματισμού.

Με τον τρόπο αυτόν, κάθε μορφή μετασχηματισμού διέπεται από γενικές και ειδικές διατάξεις, με τις γενικές να προβλέπουν τη διαδικασία συγχώνευσης, διάσπασης και μετατροπής ανεξαρτήτως εταιρικού τύπου των εταιριών που συμμετέχουν, και τις ειδικές να προβλέπουν αποκλίσεις ή να συμπληρώνουν κενά, όπου αυτό επιβάλλεται από το είδος του εταιρικού τύπου. Εισάγονται, έτσι, ειδικές διατάξεις για τη συγχώνευση με συμμετοχή προσωπικών εταιριών, για τη συγχώνευση με συμμετοχή Ε.Π.Ε., με συμμετοχή Α.Ε., Ι.Κ.Ε. ή συνεταιρισμών, ενώ η ίδια διάρθρωση ακολουθείται για τη διάσπαση αλλά και για τη μετατροπή.

Με το ν. 4601/2019 (ΦΕΚ Α’ 44/9.3.2019) επιδιώχθηκε η αναμόρφωση του δικαίου των εταιρικών μετασχηματισμών και η συστηματοποίησή του για πρώτη φορά σε ένα ενιαίο νομοθετικό κείμενο.

Για το ελληνικό εταιρικό δίκαιο και ειδικότερα για το δίκαιο των εμπορικών εταιριών, στο οποίο συστηματικά ανήκουν οι διατάξεις του νόμου, η έννοια των μετασχηματισμών δεν ήταν ούτε οικεία ούτε σαφής ως προς το περιεχόμενό της. Πράγματι, οι νόμοι που διείπαν τις εταιρικές μορφές της Α.Ε., της Ε.Π.Ε., της Ι.Κ.Ε., της Ο.Ε. και της Ε.Ε. αγνοούσαν τον όρο αυτόν, ο οποίος αποτελεί «δάνειο» από τον χώρο της φορολογικής νομοθεσίας. Στη νομική γλώσσα και στην πρακτική των συναλλαγών, ωστόσο, ο όρος είχε από μακρού χρόνου καθιερωθεί, όχι μόνον εξαιτίας της στενής σχέσης εταιρικού και φορολογικού δικαίου που πάντοτε χαρακτήριζε το σχετικό συναλλακτικό πεδίο, αλλά και λόγω του σημασιολογικού του φορτίου και της ικανότητάς του να αποδίδει με συνθετικό και συνάμα περιληπτικό τρόπο ποικίλες νομικές πράξεις αναδιάρθρωσης ενός φορέα άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας, όπως η συγχώνευση, η διάσπαση και η μετατροπή (βλ. και τους συγγενείς ξενόγλωσσους όρους: αγγλ. “corporate restructurings”· γαλλ. “restructurations des sociétés”· γερμ. “Unternehmensumstrukturierungen”).

Ως «μετασχηματισμοί» επιχειρήσεων νοούνται, επομένως, οι διεπόμενες από το εταιρικό δίκαιο νομικές πράξεις και διαδικασίες, με τις οποίες μεταβάλλεται η υπόσταση ενός εταιρικού φορέα άσκησης επιχείρησης, χωρίς κατά κανόνα να μεσολαβήσει λύση και εκκαθάρισή του ούτε μεταβίβαση των περιουσιακών του στοιχείων με τους κανόνες της ειδικής διαδοχής. Οι εταιρικοί μετασχηματισμοί συντελούνται με τα μέσα που προβλέπει το εταιρικό δίκαιο, τα δε νομικά αποτελέσματά τους είναι σύνθετα και επέρχονται ταυτοχρόνως και αυτοδικαίως (uno actu) με την καταχώρισή τους στο Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.): σε αυτό το χρονικό σημείο, πράγματι, οι μετασχηματιζόμενοι εταιρικοί φορείς ενοποιούνται, διαιρούνται ή μεταβάλλουν, κατά περίπτωση, τη νομική μορφή τους, χωρίς να προηγηθούν οι οχληρές διατυπώσεις της λύσης και εκκαθάρισής τους, οι εταίροι τους καθίστανται αυτομάτως εταίροι των εταιρικών φορέων που προέρχονται από τον μετασχηματισμό, ενώ η μεταβίβαση της περιουσίας των μετασχηματιζόμενων φορέων πραγματοποιείται χωρίς εκκαθάριση, διανομή και εισφορά, αλλά (πλην της περίπτωσης της μετατροπής) με καθολική διαδοχή, δηλαδή, μεταβίβαση του συνόλου του ενεργητικού και παθητικού τους στον διάδοχο ή στους διάδοχους εταιρικούς φορείς, χωρίς την ανάγκη μεταβίβασης καθενός περιουσιακού στοιχείου χωριστά.

Τα οφέλη της νομικής ρύθμισης των εταιρικών μετασχηματισμών είναι πολλαπλά και δικαιολογούν τη νομοθετική μέριμνα για συστηματοποίηση, αναμόρφωση και εκσυγχρονισμό των σχετικών κανόνων. Οι λόγοι που οδηγούν στην πραγματοποίηση ενός εταιρικού μετασχηματισμοί είναι πολλοί και εντάσσονται στον κύκλο ζωής όλων των φορέων επιχειρηματικής δραστηριότητας: ανάπτυξη, προσαρμογή στο διαρκώς μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον και στον εξελισσόμενο ανταγωνισμό, επιδίωξη ευκαιριών σε νέες αγορές, αξιοποίηση δυνατοτήτων συνεργασίας, εξυγίανση. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, το δίκαιο των εταιρικών μετασχηματισμών:

(α) προσφέρει στους ενδιαφερομένους τα απαραίτητα νομικά εργαλεία για την αποτελεσματική πραγμάτωση των στόχων τους,

(β) διασφαλίζει την απρόσκοπτη και ομαλή συνέχιση της νομικής προσωπικότητας και της εταιρικής επιχείρησης του μετασχηματιζόμενου φορέα, χωρίς κίνδυνο υποβάθμισης της ενότητας και ακεραιότητας των επιμέρους στοιχείων που τη συγκροτούν,

(γ) εγγυάται την προστασία των συμφερόντων των εργαζομένων, των πιστωτών και των εταίρων του μετασχηματιζόμενου φορέα και

(δ) ενισχύει την ασφάλεια του δικαίου και την ασφάλεια των συναλλαγών, στον αναγκαίο βαθμό.

Η έννοια του εταιρικού μετασχηματισμού είναι έννοια γένους, που καλύπτει κάθε περίπτωση μεταβολής του φορέα επιχείρησης. Οι βασικές κατηγορίες μετασχηματισμών είναι τρεις (3): συγχωνεύσεις, διασπάσεις και μετατροπές. Οι ορισμοί ποικίλλουν και δίνουν έμφαση άλλες φορές στο αποτέλεσμα και άλλες στη διαδικασία.

Συγχώνευση είναι η πράξη με την οποία επιτυγχάνεται η απόκτηση, με καθολική διαδοχή, από υφιστάμενη ή νεοϊδρυόμενη εταιρία, των περιουσιακών στοιχείων άλλων εταιριών που λύονται χωρίς εκκαθάριση. Διάσπαση είναι η πράξη μεταβίβασης, με καθολική διαδοχή, της περιουσίας μιας εταιρίας που λύεται χωρίς εκκαθάριση, σε δύο τουλάχιστον υφιστάμενες ή νεοϊδρυόμενες εταιρίες. Τέλος, μετατροπή είναι η πράξη μεταβολής της εταιρικής μορφής (του «νομικού ενδύματος») μιας εταιρίας, χωρίς να προηγηθεί λύση της, όπως στις άλλες κατηγορίες μετασχηματισμών, και χωρίς να μεσολαβήσει διαδοχή (καθολική ή ειδική) στην περιουσία της. Από συστηματική άποψη, στους μετασχηματισμούς εντάσσονται και οι γνωστές στην ενωσιακή έννομη τάξη, αλλά και σε ευρωπαϊκές νομοθεσίες, πράξεις της εισφοράς ή απόσχισης κλάδου και της μερικής διάσπασης, οι οποίες στο πλαίσιο του προτεινόμενου νομοσχεδίου αποτελούν ειδικότερες εκφάνσεις των τριών βασικών κατηγοριών μετασχηματισμών.

Οι τρεις βασικές κατηγορίες μετασχηματισμών ήταν βεβαίως γνωστές στο ελληνικό δίκαιο. Η προϊσχύουσα ρύθμισή τους, όμως, δεν διακρινόταν ούτε από δικαιοπολιτική συνέπεια ούτε και από συστηματική συνοχή. Eιδικότερα, διατάξεις για τους μετασχηματισμούς περιλαμβάνονταν στο προϊσχύον (μέχρι την επικείμενη αντικατάστασή του με τον ν. 4548/2018) νομοθετικό πλαίσιο για τις ανώνυμες εταιρίες (κ.ν. 2190/1920), στον νόμο για τις εταιρίες περιορισμένης ευθύνης (ν. 3190/1955), στον νόμο για τις ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρίες (ν. 4072/2012) και στον νόμο για τις προσωπικές εταιρίες (ν. 4072/2012), ενώ δεν έλειπαν και διατάξεις για τους μετασχηματισμούς, που διεκδικούσαν ευθεία ή ανάλογη εφαρμογή, και από τη νομοθεσία που διείπε άλλους εταιρικούς τύπους, όπως για παράδειγμα ο αστικός συνεταιρισμός (ν. 1667/1986), η σχεδόν άγνωστη στην πράξη ετερόρρυθμη κατά μετοχές εταιρία (άρθρο 284 του ν. 4072/2012) ή και προβλεπόμενοι από το ενωσιακό δίκαιο εταιρικοί τύποι όπως η Ευρωπαϊκή Εταιρία (Κανονισμός [ΕΚ] 2157/2001) και η Ευρωπαϊκή Συνεταιριστική Εταιρία (Κανονισμός [ΕΚ] 1435/2003).

Η προϊσχύουσα κατάσταση του εταιρικού δικαίου μετασχηματισμών δεν μπορούσε σε καμία περίπτωση να θεωρηθεί ικανοποιητική. Τούτο είχε ως αιτία μία σειρά από παράγοντες που σχετίζονταν κυρίως με την αποσπασματική νομοθέτηση και την πολυδιάσπαση της ύλης του, καθώς και την ελλειμματική κάλυψη περιπτώσεων. Απόρροια της έλλειψης συστηματικής συνοχής των υφιστάμενων διατάξεων αποτελούσαν τρεις κατηγορίες προβλημάτων, τα οποία είχαν συσσωρευτεί με «σειριακό» σχεδόν τρόπο στο δίκαιο των μετασχηματισμών, καθώς η προσπάθεια επίλυσης του ενός προκαλούσε το επόμενο: η αρχή της ειδικότητας των επιτρεπόμενων μορφών μετασχηματισμών, οι αποκαλούμενοι «καταχρηστικοί μετασχηματισμοί» και η «ανάμειξη» του φορολογικού δικαίου.

Στην προϊσχύουσα νομοθεσία, προβλέπονταν μόνον συγκεκριμένης μορφής μετασχηματισμοί για συγκεκριμένες κατηγορίες επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα να τίθεται εύλογα εν αμφιβόλω το επιτρεπτό των μη προβλεπόμενων μετασχηματισμών και να καταλείπεται έδαφος για αντικρουόμενες ερμηνείες σε νομολογία, θεωρία και πράξη, σε έναν τομέα όπου η ασφάλεια δικαίου θα έπρεπε να είναι το πρώτο ζητούμενο. Βάσει, ειδικότερα, του προϊσχύοντος εταιρικού δικαίου, ήταν επιτρεπτοί οι ακόλουθοι μετασχηματισμοί:

  • μετατροπή Ι.Κ.Ε. σε άλλη εταιρία (άρθρο 106 του ν. 4072/2012),
  • μετατροπή άλλης εταιρίας σε Ι.Κ.Ε. (άρθρο 107 του ν. 4072/2012),
  • συγχώνευση μεταξύ Ι.Κ.Ε. (άρθρο 108 έως 115 του ν. 4072/2012),
  • μετατροπή Α.Ε. σε Ε.Π.Ε. (άρθρο 51 του ν. 3190/1955),
  • μετατροπή Ο.Ε. ή Ε.Ε. σε Ε.Π.Ε. (άρθρο 53 του ν. 3190/1955),
  • μετατροπή Ε.Ε. σε Ο.Ε. (άρθρο 282 του ν. 4072/ 2012),
  • μετατροπή Ο.Ε. σε Ε.Ε. (άρθρο 282Α του ν. 4072/ 2012),
  • μετατροπή Ε.Π.Ε. σε Ο.Ε. η Ε.Ε. (άρθρο 283 του ν. 4072/2012)
  • συγχώνευση μεταξύ Ε.Π.Ε. (άρθρο 54 και 55 του ν. 3190/1955),
  • μετατροπή Α.Ε. σε Ε.Π.Ε. (άρθρο 66 του κ.ν. 2190/ 1920),
  • μετατροπή Α.Ε. σε Ο.Ε. ή Ε.Ε. (άρθρο 66α του κ.ν. 2190/1920),
  • μετατροπή Ε.Π.Ε. σε Α.Ε. (άρθρο 67 παρ. 1 του κ.ν. 2190/1920),
  • μετατροπή Ο.Ε. ή Ε.Ε. σε Α.Ε. (άρθρο 67 παρ. 2 του κ.ν. 2190/1920),
  • συγχώνευση μεταξύ Α.Ε. (άρθρο 68 έως 80 του κ.ν. 2190/1920),
  • διάσπαση Α.Ε. (άρθρο 81 έως 89 του κ.ν. 2190/1920).

Από την παραπάνω καταγραφή προκύπτει ότι, το εταιρικό δίκαιο αγνοούσε μεγάλο αριθμό δυνατών μετασχηματισμών: δεν προβλέπονταν, για παράδειγμα, συγχωνεύσεις μεταξύ εταιριών διαφορετικού τύπου, ή διασπάσεις παρά μόνον η διάσπαση Α.Ε. με επωφελούμενες επίσης Α.Ε., ενώ αγνοούνταν παντελώς παραλλαγές της διάσπασης, όπως η απόσχιση κλάδου ή η μερική διάσπαση.

Η απουσία ενός πλήρους φάσματος δυνατών μετασχηματισμών, με τα προσόντα της καθολικής διαδοχής και της συνέχισης της νομικής προσωπικότητας των μετασχηματιζόμενων εταιρικών φορέων, έθαλπε το ανεπιθύμητο φαινόμενο των καλούμενων «καταχρηστικών μετασχηματισμών». Ως τέτοιοι νοούνται εκείνοι που κατέληγαν στο ίδιο οικονομικό αποτέλεσμα με τους ρυθμιζόμενους μετασχηματισμούς, δηλαδή, στη μεταβολή του μετασχηματιζόμενου επιχειρηματικού φορέα, η οποία επιτυγχανόταν, όμως, με τη διενέργεια μίας σειράς ασύνδετων μεταξύ τους νομικών πράξεων, οι οποίες δεν διασφάλιζαν τη συνέχιση της νομικής του προσωπικότητας και της επιχείρησής του. Πρόκειται για διαδικασίες οι οποίες, σε σύγκριση με τους ρητά προβλεπόμενους στον νόμο μετασχηματισμούς, δεν ήταν καθόλου απλές και ασφαλείς και οι οποίες παράλλασαν κατά περίπτωση, περιλαμβάνοντας λύση εταιρίας ή εταιριών, εκκαθάριση, διανομή, ίδρυση νέας ή νέων εταιριών και εισφορά περιουσίας σε αυτές, χωρίς τα προσόντα της καθολικής διαδοχής, αλλά με τα μέσα του κοινού περιουσιακού δικαίου. Και είναι αλήθεια, βεβαίως, ότι με την αρωγή των κανόνων του φορολογικού δικαίου αλλά και την ευρηματικότητα των επαγγελματιών της πράξης (δικηγόρων, συμβολαιογράφων, ορκωτών ελεγκτών λογιστών κ.λπ.), διαπλάσθηκαν στην πρακτική των συναλλαγών νέες μορφές γνήσιων μετασχηματισμών, με ανάλογη συνδυαστική εφαρμογή διατάξεων που ίσχυαν για τις ρητά προβλεπόμενες μορφές αυτών (λ.χ. απορρόφηση ομόρρυθμης ή ετερόρρυθμης εταιρίας από Ε.Π.Ε. ή ανώνυμη). Μολαταύτα, ελλείψει συγκεκριμένου ερείσματος στους κανόνες του εταιρικού δικαίου, η διάπλαση αυτή παρέμενε ατελής και ξένη προς το σύστημα του τελευταίου, καταλείποντας ρυθμιστικά κενά και ελλείμματα προστασίας των μειοψηφούντων εταίρων και των πιστωτών και προκαλώντας ανασφάλεια δικαίου και αβεβαιότητα στους συναλλασσόμενους.

Πιο συγκεκριμένα, με αφορμή τη θέσπιση φορολογικών κινήτρων για συγκεκριμένες μορφές μετασχηματισμών και για συγκεκριμένους εταιρικούς τύπους, με δικαιοπολιτικό στόχο την ενίσχυση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας για δημιουργία ισχυρών οικονομικών μονάδων, το φορολογικό δίκαιο (ιδίως ο ν. 2166/1993) παρέμβαινε στο ουσιαστικό εταιρικό δίκαιο μετασχηματισμών, δημιουργώντας μείζον πρόβλημα συμβατότητας και συστηματικής συνοχής με αυτό.

Αρκεί να σημειωθεί ότι, ο ν. 2166/1993 καταλαμβάνει:

  • μετατροπή επιχείρησης οποιασδήποτε μορφής σε Α.Ε. ή Ε.Π.Ε.,
  • απορρόφηση επιχειρήσεων οποιασδήποτε μορφής από υφιστάμενη Α.Ε. ή Ε.Π.Ε.,
  • συγχώνευση ανωνύμων εταιριών,
  • διάσπαση ανωνύμων εταιριών υπό την προϋπόθεση ότι, οι διασπώμενες απορροφώνται από υφιστάμενες Α.Ε.,
  • εισφορά από λειτουργούσα επιχείρηση ενός ή περισσότερων κλάδων ή τμημάτων της σε λειτουργούσα Α.Ε. και
  • συγχώνευση αστικών συνεταιρισμών του ν. 1667/1986 με σκοπό την ίδρυση νέου αστικού συνεταιρισμού.

Περαιτέρω, το ν.δ. 1297/1972 εφαρμόζεται (άρθρο 1) «επί συγχωνεύσεων ή μετατροπής επιχειρήσεων, οποιασδήποτε μορφής, σε ανώνυμη εταιρία ή προς τον σκοπό ίδρυσης ανώνυμης εταιρίας, καθώς και επί συγχωνεύσεως ή μετατροπής επιχειρήσεων οποιασδήποτε μορφής, εφόσον σε αυτές δεν περιλαμβάνεται ανώνυμη εταιρία, σε εταιρία περιορισμένης ευθύνης ή προς τον σκοπό ίδρυσης εταιρίας περιορισμένης ευθύνης», καθώς και σε εισφορά κλάδου σε Α.Ε. (άρθρο 7).

Με τον ν. 4172/2013 παρέχονται φορολογικά ευεργετήματα τα οποία ισχύουν επί εισφοράς ενεργητικού έναντι τίτλων (άρθρο 52), επί ανταλλαγής τίτλων (άρθρο 53), καθώς και επί συγχωνεύσεων εταιριών με απορρόφηση ή με σύσταση νέας εταιρίας και επί της διάσπασης μιας εταιρίας σε μια ή περισσότερες υφιστάμενες εταιρίες, συμπεριλαμβανομένης και της μερικής διάσπασης (άρθρο 54).

Το μεγαλύτερο μέρος των παραπάνω αναφερόμενων κατηγοριών μετασχηματισμών κινούνταν στα όρια του προϊσχύοντος εταιρικού δικαίου και αυτό όχι μόνον εξαιτίας των εταιρικών μορφών που μπορούσαν να συμμετάσχουν σε αυτούς, αλλά και εξαιτίας της ίδιας της δομής ορισμένων από αυτούς, όπως π.χ. η εισφορά ή απόσχιση κλάδου και η μερική διάσπαση, οι οποίες στερούνται σαφούς ερείσματος στο ουσιαστικό εταιρικό δίκαιο. Η παρέμβαση του φορολογικού δικαίου δημιουργούσε ασάφεια όχι μόνον ως προς το ποιος μετασχηματισμός επιτρεπόταν, αλλά και ως προς το πώς υλοποιούνταν ένας τέτοιος μετασχηματισμός. Η απόσχιση κλάδου και η μερική διάσπαση, για παράδειγμα, συνδυάζονταν μόνο με την παροχή φορολογικών κινήτρων, χωρίς να υπήρχε καμία πρόβλεψη στο εταιρικό δίκαιο για τους όρους και τη διαδικασία πραγματοποίησής τους, ενώ ακόμη και για γνωστούς στο εταιρικό δίκαιο μετασχηματισμούς, όπως οι συγχωνεύσεις και διασπάσεις ανωνύμων εταιριών και εταιριών περιορισμένης ευθύνης, κατά τον κ.ν. 2190/1920 και τον ν. 3190/1955, η φορολογική νομοθεσία μετασχηματισμών θέσπιζε παρεκκλίσεις από τους κανόνες του εταιρικού δικαίου, κάποιες από τις οποίες θα μπορούσαν να θεωρηθούν τουλάχιστον αμφίβολης συμβατότητας με το ενωσιακό δίκαιο.

Συνολικά, επομένως, το εταιρικό δίκαιο των μετασχηματισμών παρέμενε κατακερματισμένο σε ένα ευρύ φάσμα νομοθετημάτων εταιρικού και φορολογικού δικαίου, παλαιότερων και νεότερων, των οποίων οι επιμέρους ρυθμίσεις υπέφεραν από ελλείψεις, συγκρούσεις και ασάφειες, δεν παρουσίαζαν συστηματική ενότητα και κανονιστική πληρότητα ούτε είχαν πάντοτε κοινή στόχευση (προστασία των μειοψηφούντων εταίρων και μετόχων, καθώς και των εταιρικών πιστωτών, το εταιρικό δίκαιο / παροχή κινήτρων για δημιουργία ισχυρών οικονομικών μονάδων, το φορολογικό). Αποτέλεσμα της διαχρονικής αυτής νομοτεχνικής ακαταστασίας ήταν να δημιουργούνται ρυθμιστικά κενά και δυσλειτουργίες, οι οποίες επιδρούσαν αρνητικά στο κρίσιμο για την εθνική οικονομία πεδίο της αναδιάρθρωσης των φορέων άσκησης επιχειρηματικής δραστηριότητας και δημιουργούσαν ανασφάλεια δικαίου.

Στο παραπάνω πλαίσιο, εύλογα ανέκυψε η νομοθετική ανάγκη για αναμόρφωση και συστηματοποίηση του δικαίου των εταιρικών μετασχηματισμών, έτσι ώστε αυτοί να διέπονται από ένα ενιαίο, συμπαγές και πλήρες νομοθετικό πλαίσιο, με ρυθμίσεις που καλύπτουν κάθε πτυχή εταιρικού δικαίου με πληρότητα, συνέπεια και συμβατότητα με το ενωσιακό πλαίσιο, και προκειμένου -με δεδομένη την προϋπάρχουσα κατάσταση του δικαίου των εταιρικών μετασχηματισμών- να αντιμετωπιστούν τρία (3) μείζονα ζητήματα νομοθετικής πολιτικής:

  • διευκόλυνση ή μη των μετασχηματισμών με τα χαρακτηριστικά της καθολικής διαδοχής και της συνέχισης της νομικής προσωπικότητας
  • αντιμετώπιση των διαδικασιών μετασχηματισμού με ενιαίο τρόπο, ανεξάρτητα από το είδος μετασχηματισμού ή τις εταιρικές μορφές που συμμετέχουν σε αυτόν ή κατά περίπτωση προσέγγιση
  • εξισορρόπηση των συμφερόντων των μετόχων ή εταίρων μειοψηφίας και των πιστωτών των μετασχηματιζόμενων εταιριών με το συμφέρον ασφαλούς επέλευσης του αποτελέσματος των μετασχηματισμών ή πρόταξη ορισμένων κατηγοριών συμφερόντων έναντι άλλων.

Προκειμένου να αντιμετωπιστούν τα προβλήματα του δικαίου των μετασχηματισμών που προαναφέρθηκαν, με το ν. 4601/2019 επιχειρήθηκε:

  • η συστηματοποίηση όλων των ρητά προβλεπόμενων από την ισχύουσα νομοθεσία μορφών μετασχηματισμών τόσο κατ’ είδος (συγχωνεύσεις, διασπάσεις, μετατροπές) όσο και κατά εταιρική μορφή (μετασχηματισμοί μεταξύ ομοειδών και μεταξύ διαφορετικών εταιρικών μορφών),
  • η πλήρωση των κενών και ασαφειών του υφιστάμενου νομικού πλαισίου ιδίως σε σχέση με μη ρητά ή χωρίς νομική πληρότητα προβλεπόμενες μορφές μετασχηματισμών, οι οποίες όμως είτε θεωρούνται επιτρεπτές από τη νομολογία των δικαστηρίων και την πρακτική των αρμόδιων υπηρεσιών είτε το επιτρεπτό τους τελεί υπό αμφισβήτηση,
  • η συμπλήρωση των μέχρι σήμερα αμέσως ή εμμέσως επιτρεπόμενων μετασχηματισμών, με τη δυνατότητα οποιουδήποτε είδους μετασχηματισμού μεταξύ ή με τη συμμετοχή οποιαδήποτε μορφής επιχειρήσεων, ανεξαρτήτως εταιρικού τύπου, μεγέθους ή κατεύθυνσης (π.χ. όχι μόνον από το τυπολογικά μικρό προς το τυπολογικά μεγάλο, αλλά και το αντίστροφο),
  • η αποφυγή και εξάλειψη φαινομένων δυσαρμονίας και αξιολογικών αντινομιών μεταξύ του εν λόγω νομικού πλαισίου και αφενός του ισχύοντος ενωσιακού δικαίου περί συγχωνεύσεων και διασπάσεων κεφαλαιουχικών εταιριών (Οδηγία [ΕΕ] 2017/1132, Τίτλος ΙΙ: «Συγχωνεύσεις και Διασπάσεις Κεφαλαιουχικών Εταιριών»), καθώς και η λήψη υπόψη αντίστοιχων ενωσιακών πρωτοβουλιών (όπως η Πρόταση Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 25.4.2018, για την τροποποίηση της ανωτέρω Οδηγίας, όσον αφορά τις διασυνοριακές μετατροπές, συγχωνεύσεις και διασπάσεις, COM(2018) 241 τελικό),
  • η ενσωμάτωση μορφών μετασχηματισμών που προβλέπονται σε αναπτυξιακούς-φορολογικούς νόμους, με πλήρη εφαρμογή σε αυτούς του εταιρικού δικαίου, με παράλληλη διατήρηση σε ισχύ των φορολογικών ρυθμίσεων για κίνητρα, ευεργετήματα και απαλλαγές οι οποίες κρατούν την αυτοτέλειά τους, έτσι ώστε να υπάρξει ασφάλεια δικαίου (ουσιαστική και διαδικαστική) και πλήρης εναρμόνιση μεταξύ των δύο κλάδων διατάξεων.

Τέλος, βασικό νομοθετικό πρότυπο του σχεδίου νόμου αποτέλεσε το υψηλής νομοτεχνικής ποιότητας, σύγχρονο και λεπτομερές γερμανικό δίκαιο των μετασχηματισμών (άνω των 300 άρθρων), το οποίο ρυθμίζει όλες τις μορφές μετασχηματισμών για όλους τους εταιρικούς τύπους (Umwandlungsgesetz της 28.10.1994, όπως ισχύει). Επιπλέον, σημαντικό οδηγό για την κατάστρωση της ρυθμιστέας ύλης, αποτέλεσε η Οδηγία (ΕΕ) 2017/1132 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 30.6.2017, σχετικά με ορισμένες πτυχές του εταιρικού δικαίου, η οποία κωδικοποίησε σε ενιαίο κείμενο την τρίτη και την έκτη εταιρική Οδηγία για τις συγχωνεύσεις και τις διασπάσεις κεφαλαιουχικών εταιριών, αντίστοιχα, όπως είχαν επανειλημμένα τροποποιηθεί. Αν και το περιεχόμενο των ρυθμίσεων της εν λόγω Οδηγίας αφορά συγχωνεύσεις και διασπάσεις ανωνύμων εταιριών, η διαδικαστική εκτύλιξη των μετασχηματισμών που διέπονται από αυτήν αλλά και η ουσιαστική αντιμετώπιση των σχετικών νομικών ζητημάτων αποτέλεσαν χρήσιμο δείκτη για τη ρύθμιση των ίδιων ζητημάτων και για τους άλλους εταιρικούς τύπους, με την επιφύλαξη, ωστόσο, ειδικών ρυθμίσεων όπου αυτές κρίθηκαν αναγκαίες. Από το ελληνικό δίκαιο, λήφθηκε υπόψη η δομή και το περιεχόμενο των προϊσχυουσών διατάξεων για τη συγχώνευση και διάσπαση ανωνύμων εταιριών, με τις οποίες ενσωματώθηκαν στο ελληνικό δίκαιο οι παραπάνω αναφερθείσες ρυθμίσεις της τρίτης και έκτης εταιρικής Οδηγίας (άρθρα 68-80 για τη συγχώνευση και 8189 για τη διάσπαση, τα οποία, σημειωτέον, δεν καταργούνται με τον ν. 4548/2018). Επίσης, με εκτεταμένες προσαρμογές αξιοποιήθηκαν οι ρυθμίσεις των άρθρων 66, 66α και 67 του κ.ν. 2190/1920, για τη μετατροπή Α.Ε. σε Ε.Π.Ε. και αντίστροφα, Α.Ε. σε Ο.Ε. ή Ε.Ε. και αντίστροφα, καθώς και οι διατάξεις για τη μετατροπή από και σε Ι.Κ.Ε. (άρθρα 106 και 107 του ν. 4072/2012) και για τη συγχώνευση μεταξύ Ι.Κ.Ε. (άρθρα 108 έως 115 του ν. 4072/2012).

Ο ν. 4601/2019 ρυθμίζει και τις τρεις (3) βασικές κατηγορίες μετασχηματισμών: τη συγχώνευση, τη διάσπαση και τη μετατροπή. Σε αυτές τις μορφές μετασχηματισμών (συγχώνευση, διάσπαση και μετατροπή) μπορούν να μετάσχουν, με οποιαδήποτε ιδιότητα (ως απορροφώμενες, απορροφώσες, συγχωνευόμενες, διασπώμενες, εισφέρουσες, επωφελούμενες, συνιστώμενες (νέες) ή μετατρεπόμενες), όλες οι εταιρικές μορφές (Α.Ε., Ε.Π.Ε., Ι.Κ.Ε., Ο.Ε., Ε.Ε., αλλά και Αστικοί Συνεταιρισμοί, Ετερόρρυθμες εταιρίες κατά μετοχές, κοινοπραξίες, ευρωπαϊκές Εταιρίες και ευρωπαϊκές συνεταιριστικές εταιρίες), ενώ γίνεται σαφές ότι σε ένα μετασχηματισμό μπορούν να συμμετάσχουν εταιρίες διαφορετικού τύπου. Κατά το πρότυπο των ρυθμίσεων της Οδηγίας 2017/1132 αλλά και του προϊσχύοντος κ.ν. 2190/1920, η συγχώνευση και η διάσπαση μπορεί να πραγματοποιηθούν είτε με απορρόφηση, είτε με σύσταση νέας εταιρίας, είτε και με εξαγορά.

Καινοτομία του σχεδίου είναι η κατά το γερμανικό πρότυπο ένταξη, στην ευρύτερη κατηγορία της διάσπασης, όχι μόνον της μερικής διάσπασης, αλλά και της απόσχισης κλάδου. Έτσι, η διάσπαση διακρίνεται πλέον σε κοινή διάσπαση (split up, Aufspaltung), μερική διάσπαση (spin off, Abspaltung) και απόσχιση κλάδου (hive down, Ausgliederung), ενσωματώνοντας τις αντίστοιχες κατηγορίες που προβλέπει η φορολογική Οδηγία 2009/133/ΕΚ σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς το εφαρμοστέο σε συγχωνεύσεις, διασπάσεις, μερικές διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού κ.λπ., αλλά και αναγνωρίζει η φορολογική νομοθεσία με τις διατάξεις του ν. 2166/1993 και του ν. 4172/2013. Τόσο η κοινή διάσπαση, όσο και η μερική διάσπαση και η απόσχιση κλάδου, μπορούν να πραγματοποιηθούν είτε με απορρόφηση είτε με σύσταση νέων εταιριών είτε με απορρόφηση και με σύσταση μιας ή περισσότερων νέων εταιριών, ενώ η κοινή διάσπαση, στην οποία συμμετέχουν μόνον ανώνυμες εταιρίες, μπορεί να συντελεστεί και με εξαγορά, κατ’ανάλογη εφαρμογή όσων ισχύουν και επί συγχωνεύσεως μεταξύ Α.Ε.. Ανεξάρτητα από τον ειδικότερο τρόπο με τον οποίο υλοποιείται (απορρόφηση, σύσταση κ.λπ.), η ειδοποιός μεταφορά μεταξύ μερικής διάσπασης και απόσχισης κλάδου έγκειται στο γεγονός ότι στην πρώτη οι εταιρικές συμμετοχές, τα εταιρικά μερίδια ή οι μετοχές στην επωφελούμενη ή στις επωφελούμενες εταιρίες διατίθενται στους μετόχους ή εταίρους της διασπώμενης εταιρίας, ενώ στη δεύτερη διατίθενται στην ίδια τη διασπώμενη εταιρία και όχι στους μετόχους ή εταίρους αυτής.